οσονούπω

οσονούπω
και όσον ούπω (Α ὁσονούπω)
επίρρ. εντός ολίγου, όπου νά 'ναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσον, ουδ. τής αντων. ὅσος + επίρρ. οὔπω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ούπω — (Α οὔπω και οὔ πω και ιων. τ. οὔκω) επίρρ. όχι ακόμη, ακόμη δεν νεοελλ. φρ. α) «ούπω καιρός» δεν είναι ακόμη ο καιρός β) «όσον ούπω» βλ. οσονούπω αρχ. (χρησιμοποιείται ως επιτ. αρνήσεως) με κανέναν τρόπο, διόλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”